αφιλόστοργα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφιλόστοργα < αφιλόστοργος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααφιλόστοργα
- με αφιλόστοργο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφιλόστοργα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααφιλόστοργα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφιλόστοργος