Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφιλοπατρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αφιλοπατρί
α
οι
αφιλοπατρί
ες
γενική
της
αφιλοπατρί
ας
των
αφιλοπατρι
ών
αιτιατική
την
αφιλοπατρί
α
τις
αφιλοπατρί
ες
κλητική
αφιλοπατρί
α
αφιλοπατρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφιλοπατρία
<
α-
+
φιλοπατρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφιλοπατρία
θηλυκό
το να είναι κάποιος
αφιλόπατρις
, η
έλλειψη
φιλοπατρίας
Αντώνυμα
επεξεργασία
φιλοπατρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφιλοπατρία
αγγλικά
:
incivism
(en)