Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυμπλήρωση οι αυτοσυμπληρώσεις
      γενική της αυτοσυμπλήρωσης* των αυτοσυμπληρώσεων
    αιτιατική την αυτοσυμπλήρωση τις αυτοσυμπληρώσεις
     κλητική αυτοσυμπλήρωση αυτοσυμπληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυμπληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοσυμπλήρωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autocomplete, μορφολογικά αναλύεται αυτο- + συμπλήρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοσυμπλήρωση}} θηλυκό

  • (πληροφορική) η δυνατότητα μιας εφαρμογής να προβλέπει την υπόλοιπη λέξη που πληκτρολογεί ένας χρήστης
    ※  Με την Αυτοσυμπλήρωση, μπορείτε εύκολα να συμπληρώνετε αποθηκευμένα στοιχεία πιστωτικών καρτών, στοιχεία επικοινωνίας από την εφαρμογή «Επαφές», συνθηματικά, και πολλά ακόμη. (Οδηγός χρήσης για το Safari) [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία