Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσατιρισμός οι αυτοσατιρισμοί
      γενική του αυτοσατιρισμού των αυτοσατιρισμών
    αιτιατική τον αυτοσατιρισμό τους αυτοσατιρισμούς
     κλητική αυτοσατιρισμέ αυτοσατιρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοσατιρισμός < αυτο- + σατιρισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.sa.ti.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐σα‐τι‐ρι‐σμός}}

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοσατιρισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία