αυτοπαρηγοριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπαρηγοριά | οι | αυτοπαρηγοριές |
γενική | της | αυτοπαρηγοριάς | των | αυτοπαρηγοριών |
αιτιατική | την | αυτοπαρηγοριά | τις | αυτοπαρηγοριές |
κλητική | αυτοπαρηγοριά | αυτοπαρηγοριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυτοπαρηγοριά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοπαρηγορούμαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοπαρηγοριά
|