αυτολογοκρισία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτολογοκρισία < αυτο- + λογοκρισία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτολογοκρισία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτολογοκρίνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτολογοκρισία
αυτολογοκρισία θηλυκό