αυγόφετα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvɣo.fe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐γό‐φε‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυγόφετα θηλυκό
- (γαστρονομία) άλλη γραφή του αβγόφετα → δείτε και τη λέξη αβγοφέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυγόφετα
|