Δείτε επίσης: αβγόφετα, αβγοφέτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυγόφετα οι αυγόφετες
      γενική της αυγόφετας των αυγόφετων
    αιτιατική την αυγόφετα τις αυγόφετες
     κλητική αυγόφετα αυγόφετες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυγόφετα < αβγόφετα. Για τη γραφή με ύψιλον → δείτε τη λέξη αβγό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvɣo.fe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐γό‐φε‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυγόφετα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία