αβγοφέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβγοφέτα | οι | αβγοφέτες |
γενική | της | αβγοφέτας | — | |
αιτιατική | την | αβγοφέτα | τις | αβγοφέτες |
κλητική | αβγοφέτα | αβγοφέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβγοφέτα < αβγόφετα χωρίς τη μετακίνηση τόνου στη σύνθεση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣoˈfe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐φέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβγοφέτα θηλυκό
- (γαστρονομία, προφορικό) άλλη μορφή του αβγόφετα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβγοφέτα
|