αβγόφετα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγόφετα θηλυκό
- (γαστρονομία) φέτα ψωμιού που την έχουν βουτήξει σε χτυπημένο αβγό (και άλλα υλικά (τυρί, γάλα κ.λπ.) και την έχουν τηγανίσει
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγόφετα
|