ατμοκίνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατμοκίνηση | οι | ατμοκινήσεις |
γενική | της | ατμοκίνησης* | των | ατμοκινήσεων |
αιτιατική | την | ατμοκίνηση | τις | ατμοκινήσεις |
κλητική | ατμοκίνηση | ατμοκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ατμοκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατμοκίνηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ατμοκίνητος, ατμός και κινώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατμοκίνηση
|