ατμοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαατμοθεραπεία[1] θηλυκό
- (σπάνιο) απόπειρα θεραπείας με έκθεση μέρους (ή ολόκληρου) του σώματος σε θεραπευτικούς ατμούς ή ατμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατμοθεραπεία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ατμοθεραπεία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας