ατέκμαρτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατέκμαρτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ατέκμαρτος, -η, -ο
- άγνωστος, άδηλος, ασαφής
- το εισόδημά του ήταν ατέκμαρτο στην εφορία και με πονηριά κέρδισε φοροαπαλλαγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατέκμαρτος
|