Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατέκμαρτος η ατέκμαρτη το ατέκμαρτο
      γενική του ατέκμαρτου της ατέκμαρτης του ατέκμαρτου
    αιτιατική τον ατέκμαρτο την ατέκμαρτη το ατέκμαρτο
     κλητική ατέκμαρτε ατέκμαρτη ατέκμαρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατέκμαρτοι οι ατέκμαρτες τα ατέκμαρτα
      γενική των ατέκμαρτων των ατέκμαρτων των ατέκμαρτων
    αιτιατική τους ατέκμαρτους τις ατέκμαρτες τα ατέκμαρτα
     κλητική ατέκμαρτοι ατέκμαρτες ατέκμαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατέκμαρτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ατέκμαρτος, -η, -ο

  • άγνωστος, άδηλος, ασαφής
    το εισόδημά του ήταν ατέκμαρτο στην εφορία και με πονηριά κέρδισε φοροαπαλλαγή

  Μεταφράσεις επεξεργασία