Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατάσθαλος η ατάσθαλη το ατάσθαλο
      γενική του ατάσθαλου της ατάσθαλης του ατάσθαλου
    αιτιατική τον ατάσθαλο την ατάσθαλη το ατάσθαλο
     κλητική ατάσθαλε ατάσθαλη ατάσθαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατάσθαλοι οι ατάσθαλες τα ατάσθαλα
      γενική των ατάσθαλων των ατάσθαλων των ατάσθαλων
    αιτιατική τους ατάσθαλους τις ατάσθαλες τα ατάσθαλα
     κλητική ατάσθαλοι ατάσθαλες ατάσθαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατάσθαλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ατάσθαλος, -η, -ο

  1. ηθικά απαράδεκτος, απρεπής
  2. ακατάστατος, άτσαλος
    το ντύσιμό της έδειχνε πόσο ατάσθαλη ήταν

  Μεταφράσεις επεξεργασία