ατάσθαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατάσθαλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ατάσθαλος, -η, -ο
- ηθικά απαράδεκτος, απρεπής
- ακατάστατος, άτσαλος
- το ντύσιμό της έδειχνε πόσο ατάσθαλη ήταν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατάσθαλος
|