Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασχημούλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασχημούλικ
ος
η
ασχημούλικ
η
το
ασχημούλικ
ο
γενική
του
ασχημούλικ
ου
της
ασχημούλικ
ης
του
ασχημούλικ
ου
αιτιατική
τον
ασχημούλικ
ο
την
ασχημούλικ
η
το
ασχημούλικ
ο
κλητική
ασχημούλικ
ε
ασχημούλικ
η
ασχημούλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασχημούλικ
οι
οι
ασχημούλικ
ες
τα
ασχημούλικ
α
γενική
των
ασχημούλικ
ων
των
ασχημούλικ
ων
των
ασχημούλικ
ων
αιτιατική
τους
ασχημούλικ
ους
τις
ασχημούλικ
ες
τα
ασχημούλικ
α
κλητική
ασχημούλικ
οι
ασχημούλικ
ες
ασχημούλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
ασχημούλικος
(el)
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
ασχημούτσικος, μη αντιπαθής άσχημος ή λίγο άσχημος