ασυνειδησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνειδησία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασυνειδησία θηλυκό
- ασυνείδητη πράξη, κακοήθεια
- (ψυχολ.) απώλεια τής συνείδησης
- η ιδιότητα τού ασυνείδητου, ψυχική πώρωση
- η ασυνειδησία του τον έκανε να διαπράξει δύο φόνους ψυχρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνειδησία