αστυκτηνιατρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστυκτηνιατρικός < αστυκτηνίατρος < άστυ + κτηνίατρος
Επίθετο επεξεργασία
αστυκτηνιατρικός
- ο αναφερόμενος στον αστυκτηνίατρο ή αυτός που γίνεται από αυτόν
- αστυκτηνιατρικός έλεγχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστυκτηνιατρικός
|