Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστυκτηνιατρικός η αστυκτηνιατρική το αστυκτηνιατρικό
      γενική του αστυκτηνιατρικού της αστυκτηνιατρικής του αστυκτηνιατρικού
    αιτιατική τον αστυκτηνιατρικό την αστυκτηνιατρική το αστυκτηνιατρικό
     κλητική αστυκτηνιατρικέ αστυκτηνιατρική αστυκτηνιατρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστυκτηνιατρικοί οι αστυκτηνιατρικές τα αστυκτηνιατρικά
      γενική των αστυκτηνιατρικών των αστυκτηνιατρικών των αστυκτηνιατρικών
    αιτιατική τους αστυκτηνιατρικούς τις αστυκτηνιατρικές τα αστυκτηνιατρικά
     κλητική αστυκτηνιατρικοί αστυκτηνιατρικές αστυκτηνιατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστυκτηνιατρικός < αστυκτηνίατρος < άστυ + κτηνίατρος

  Επίθετο επεξεργασία

αστυκτηνιατρικός

  • ο αναφερόμενος στον αστυκτηνίατρο ή αυτός που γίνεται από αυτόν
    αστυκτηνιατρικός έλεγχος

  Μεταφράσεις επεξεργασία