Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστραποφεγγιά οι αστραποφεγγιές
      γενική της αστραποφεγγιάς των αστραποφεγγιών
    αιτιατική την αστραποφεγγιά τις αστραποφεγγιές
     κλητική αστραποφεγγιά αστραποφεγγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστραποφεγγιά < αστραπ(ή) + φέγγ(ω) + φέγγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστραποφεγγιά θηλυκό

  • το φως από την αστραπή
    ※  Με το πέρασμα του χρόνου το είδος ... καθιερώθηκε, επαναλήφθηκε ad nauseam και συχνά εκφυλίστηκε σε μια παρέλαση ανωνύμων αστέρων, αστερίσκων ή και ετερόφωτων… πλανητών. Πόσα και πόσα δεν έλαμψαν ή προσπάθησαν να λάμψουν κάτω από την Ακρόπολη και αργότερα μέσα στο Μέγαρο, στο Πάλλας, στο Μπάντμιντον. Έτσι, αν μόλις πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχαμε αστραποφεγγιά στο Ρωμαϊκό μας Αμφιθέατρο (και φυσικά εκτός Φεστιβάλ) στα μέσα του Γενάρη μας προσφέρθηκε ένα ακόμη γκαλά (Γκαλά αστέρων, από το 1986 στο σήμερα, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01/02/2013 [1])
    ※  ένας προβολέας άστραψε μέσα στη φωλεά από τ ' ανοιχτό παράθυρο λουστήκανε στην αστραποφεγγιά τα σιδερένια ράφια οι φακέλοι στοίβες στοίβες (Η μεταπολεμική πεζογραφία: από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, τόμ. 4, εκδ. Σοκόλη, 1992, σελ. 206)

  Μεταφράσεις επεξεργασία