Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστεφής η αστεφής το αστεφές
      γενική του αστεφούς* της αστεφούς του αστεφούς
    αιτιατική τον αστεφή την αστεφή το αστεφές
     κλητική αστεφή(ς) αστεφής αστεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστεφείς οι αστεφείς τα αστεφή
      γενική των αστεφών των αστεφών των αστεφών
    αιτιατική τους αστεφείς τις αστεφείς τα αστεφή
     κλητική αστεφείς αστεφείς αστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστεφής < αρχαία ελληνική ἀστεφής

  Επίθετο επεξεργασία

αστεφής, -ής, -ές

  1. που δεν φέρει στεφάνι
    Κεφαλή Απόλλωνος αστεφής
  2. που δεν τον έστεψαν επίσημα
    απέκτησε τον τίτλο του αστεφούς βασιλιά
  3. που δεν έχει τιμηθεί γενικά με δάφνες δόξας, δεν του έχουν αναγνωρίσει κάποια σημαντική επιδοση
ούτε αποχωρεί αστεφής από το ποδόσφαιρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία