αστειάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αστειάκι | τα | αστειάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αστειάκι | τα | αστειάκια |
κλητική | αστειάκι | αστειάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /as.tiˈa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ασ‐τει‐ά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστειάκι ουδέτερο
- (προφορικό, ειρωνικό) υποκοριστικό του αστείο
- ↪ Αστειάκια και γελάκια.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστειάκι
|
Πηγές επεξεργασία
- αστειάκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)