ασπαρτάμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπαρτάμη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.spaɾˈta.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπαρ‐τά‐μη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασπαρτάμη θηλυκό
- ολιγοθερμιδικό γλυκαντικό που προστίθενται ως υποκατάστατο της ζάχαρης σε τρόφιμα και ποτά
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ασπαρτάμη στη Βικιπαίδεια