Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπαρτάμη οι ασπαρτάμες
      γενική της ασπαρτάμης των ασπαρταμών
    αιτιατική την ασπαρτάμη τις ασπαρτάμες
     κλητική ασπαρτάμη ασπαρτάμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπαρτάμη < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.spaɾˈta.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπαρ‐τά‐μη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασπαρτάμη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία