αρύπαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρύπαντος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααρύπαντος, -η, -ο
- καθαρός, που δεν έχει ρυπανθεί
- (μτφ.) ανεπίληπτος, άψογος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρύπαντος
|
αρύπαντος, -η, -ο
|