αρχιλόχειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιλόχειος < Ἀρχίλοχος → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αρχιλόχειος
- ο χαρακτηριστικός τού ποιητή Αρχίλοχου
- (μτφ.) δηκτικός, τσουχτερός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιλόχειος
|