↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχιλόχειος η αρχιλόχεια το αρχιλόχειο
      γενική του αρχιλόχειου της αρχιλόχειας του αρχιλόχειου
    αιτιατική τον αρχιλόχειο την αρχιλόχεια το αρχιλόχειο
     κλητική αρχιλόχειε αρχιλόχεια αρχιλόχειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχιλόχειοι οι αρχιλόχειες τα αρχιλόχεια
      γενική των αρχιλόχειων των αρχιλόχειων των αρχιλόχειων
    αιτιατική τους αρχιλόχειους τις αρχιλόχειες τα αρχιλόχεια
     κλητική αρχιλόχειοι αρχιλόχειες αρχιλόχεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιλόχειος < Ἀρχίλοχος λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αρχιλόχειος

  1. ο χαρακτηριστικός τού ποιητή Αρχίλοχου
  2. (μτφ.) δηκτικός, τσουχτερός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία