αρχιθύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχιθύτης < μεσαιωνική ελληνική αρχιθύτης < αρχι- + αρχαία ελληνική θύτης < θύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχιθύτης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχιθύτης
|