Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρσακειάδα οι αρσακειάδες
      γενική της αρσακειάδας των αρσακειάδων
    αιτιατική την αρσακειάδα τις αρσακειάδες
     κλητική αρσακειάδα αρσακειάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρσακειάδα < Αρσάκειο (μαρτυρείται από το 1887)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.sa.ciˈa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐σα‐κει‐ά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρσακειάδα θηλυκό

  • η μαθήτρια του Αρσακείου, η οποία έχει εκπαιδευτεί με προσοχή κι αυστηρότητα σε θέματα ήθους, αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς
  • (μεταφορικά, ειρωνικό) αυτή που φέρεται σαν δήθεν αρσακειάδα και χαρακτηρίζεται από σεμνοτυφία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία