αρρωστοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρρωστοφοβία < άρρωστ(ος) + -ο- + -φοβία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρρωστοφοβία θηλυκό
- (ψυχιατρική) συνώνυμο του νοσοφοβία
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις άρρωστος και φόβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρρωστοφοβία
|