Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρρωστίλα οι αρρωστίλες
      γενική της αρρωστίλας
    αιτιατική την αρρωστίλα τις αρρωστίλες
     κλητική αρρωστίλα αρρωστίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρρωστίλα < αρρώστ(ια) ή άρρωστ(ος) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρρωστίλα θηλυκό (λαϊκότροπο)

  1. οσμή ασθένειας, οσμή που σχετίζεται με νόσο
  2. η κατάσταση του ασθενούς
  3. (μεταφορικά) αρρωστημένη σκέψη ή πράξη

Δείτε επίσης επεξεργασία