Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμίδι τα αρμίδια
      γενική του αρμιδιού των αρμιδιών
    αιτιατική το αρμίδι τα αρμίδια
     κλητική αρμίδι αρμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμίδι < ορμίδι με τροπή [o] > [a] από συμπροφορά με το αόριστο άρθρο «ένα» και ανασυλλαβισμό: [ena or] > [enar] > [en ar]. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾˈmi.ði/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμίδι ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία