Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρκτικόσαυρος οι αρκτικόσαυροι
      γενική του αρκτικόσαυρου
αρκτικοσαύρου
των αρκτικόσαυρων
αρκτικοσαύρων
    αιτιατική τον αρκτικόσαυρο τους αρκτικόσαυρους
αρκτικοσαύρους
     κλητική αρκτικόσαυρε αρκτικόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αρκτικόσαυρος < Αρκτική + -όσαυρος ή -ο- + -σαυρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρκτικόσαυρος αρσενικό

  • (ανεπίσημο) αρκτικός δεινόσαυρος, οποιοσδήποτε δεινόσαυρος ασχέτως είδους που βρέθηκε στην Αρκτική Ζώνη ή σε περιοχή που παλαιότερα υπαγόταν σε αυτήν (λόγω της μετακίνησης των πλακών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία