απουσιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπουσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- μαθητής που του έχουν αναθέσει να καταγράφει τους συμμαθητές του που απουσιάζουν
Σημειώσεις
επεξεργασία- εθιμικά ο απουσιολόγος είναι ο καλύτερος μαθητής του προηγούμενου έτους οπότε αναφέρεται ταυτόχρονα και στον καλύτερο μαθητή
Μεταφράσεις
επεξεργασία απουσιολόγος
|