απονευρωσίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απονευρωσίτιδα < απονεύρωσ(η) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απονευρωσίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή στην πελματιαία απονεύρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απονευρωσίτιδα
|