αποκαρβοξυλίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκαρβοξυλίωση | οι | αποκαρβοξυλιώσεις |
γενική | της | αποκαρβοξυλίωσης* | των | αποκαρβοξυλιώσεων |
αιτιατική | την | αποκαρβοξυλίωση | τις | αποκαρβοξυλιώσεις |
κλητική | αποκαρβοξυλίωση | αποκαρβοξυλιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαρβοξυλιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποκαρβοξυλίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκαρβοξυλίωση θηλυκό
- χημική αντίδραση αφαίρεσης καρβοξυλίων από ένα μόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκαρβοξυλίωση
|