Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκαλόγερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποκαλόγερ
ος
οι
αποκαλόγερ
οι
γενική
του
αποκαλόγερ
ου
των
αποκαλόγερ
ων
αιτιατική
τον
αποκαλόγερ
ο
τους
αποκαλόγερ
ους
κλητική
αποκαλόγερ
ε
αποκαλόγερ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποκαλόγερος
<
απο-
+
καλόγερος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποκαλόγερος
αρσενικό
(
σπάνιο
)
πρώην
καλόγερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποκαλόγερος
αγγλικά
:
ex-monk
(en)