αποεστίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποεστίαση | οι | αποεστιάσεις |
γενική | της | αποεστίασης* | των | αποεστιάσεων |
αιτιατική | την | αποεστίαση | τις | αποεστιάσεις |
κλητική | αποεστίαση | αποεστιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποεστιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποεστίαση < απο- + εστίαση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική defocus· αποεστίαση φόντου: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bokeh)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποεστίαση θηλυκό