αποεθνικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποεθνικοποίηση | οι | αποεθνικοποιήσεις |
γενική | της | αποεθνικοποίησης* | των | αποεθνικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποεθνικοποίηση | τις | αποεθνικοποιήσεις |
κλητική | αποεθνικοποίηση | αποεθνικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποεθνικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποεθνικοποίηση < αποεθνικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποεθνικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποεθνικοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποεθνικοποίηση
|