αποεθνικοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποεθνικοποιώ < απο- + εθνικοποιώ
Ρήμα επεξεργασία
αποεθνικοποιώ
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποεθνικοποιώ | αποεθνικοποιούσα | θα αποεθνικοποιώ | να αποεθνικοποιώ | αποεθνικοποιώντας | |
β' ενικ. | αποεθνικοποιείς | αποεθνικοποιούσες | θα αποεθνικοποιείς | να αποεθνικοποιείς | (αποεθνικοποίει) | |
γ' ενικ. | αποεθνικοποιεί | αποεθνικοποιούσε | θα αποεθνικοποιεί | να αποεθνικοποιεί | ||
α' πληθ. | αποεθνικοποιούμε | αποεθνικοποιούσαμε | θα αποεθνικοποιούμε | να αποεθνικοποιούμε | ||
β' πληθ. | αποεθνικοποιείτε | αποεθνικοποιούσατε | θα αποεθνικοποιείτε | να αποεθνικοποιείτε | αποεθνικοποιείτε | |
γ' πληθ. | αποεθνικοποιούν(ε) | αποεθνικοποιούσαν(ε) | θα αποεθνικοποιούν(ε) | να αποεθνικοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποεθνικοποίησα | θα αποεθνικοποιήσω | να αποεθνικοποιήσω | αποεθνικοποιήσει | ||
β' ενικ. | αποεθνικοποίησες | θα αποεθνικοποιήσεις | να αποεθνικοποιήσεις | αποεθνικοποίησε | ||
γ' ενικ. | αποεθνικοποίησε | θα αποεθνικοποιήσει | να αποεθνικοποιήσει | |||
α' πληθ. | αποεθνικοποιήσαμε | θα αποεθνικοποιήσουμε | να αποεθνικοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποεθνικοποιήσατε | θα αποεθνικοποιήσετε | να αποεθνικοποιήσετε | αποεθνικοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποεθνικοποίησαν αποεθνικοποιήσαν(ε) |
θα αποεθνικοποιήσουν(ε) | να αποεθνικοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποεθνικοποιήσει | είχα αποεθνικοποιήσει | θα έχω αποεθνικοποιήσει | να έχω αποεθνικοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποεθνικοποιήσει | είχες αποεθνικοποιήσει | θα έχεις αποεθνικοποιήσει | να έχεις αποεθνικοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποεθνικοποιήσει | είχε αποεθνικοποιήσει | θα έχει αποεθνικοποιήσει | να έχει αποεθνικοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποεθνικοποιήσει | είχαμε αποεθνικοποιήσει | θα έχουμε αποεθνικοποιήσει | να έχουμε αποεθνικοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποεθνικοποιήσει | είχατε αποεθνικοποιήσει | θα έχετε αποεθνικοποιήσει | να έχετε αποεθνικοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποεθνικοποιήσει | είχαν αποεθνικοποιήσει | θα έχουν αποεθνικοποιήσει | να έχουν αποεθνικοποιήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποεθνικοποιώ
|