αποδιαμεσολάβηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδιαμεσολάβηση | οι | αποδιαμεσολαβήσεις |
γενική | της | αποδιαμεσολάβησης* | των | αποδιαμεσολαβήσεων |
αιτιατική | την | αποδιαμεσολάβηση | τις | αποδιαμεσολαβήσεις |
κλητική | αποδιαμεσολάβηση | αποδιαμεσολαβήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιαμεσολαβήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδιαμεσολάβηση < απο- + διαμεσολάβηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδιαμεσολάβηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η αναίρεση ή εξάλειψη της διαμεσολάβησης, η απομάκρυνση όσων διαμεσολαβούν
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδιαμεσολάβηση
|