αποαιθανίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποαιθανίωση | οι | αποαιθανιώσεις |
γενική | της | αποαιθανίωσης* | των | αποαιθανιώσεων |
αιτιατική | την | αποαιθανίωση | τις | αποαιθανιώσεις |
κλητική | αποαιθανίωση | αποαιθανιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποαιθανιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποαιθανίωση θηλυκό
- (νεολογισμός) διαδικασία αφαίρεσης του αιθανίου από κάτι (π.χ. πετρέλαιο)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποαιθανίωση
|