↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απιδόσχημος η απιδόσχημη το απιδόσχημο
      γενική του απιδόσχημου της απιδόσχημης του απιδόσχημου
    αιτιατική τον απιδόσχημο την απιδόσχημη το απιδόσχημο
     κλητική απιδόσχημε απιδόσχημη απιδόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απιδόσχημοι οι απιδόσχημες τα απιδόσχημα
      γενική των απιδόσχημων των απιδόσχημων των απιδόσχημων
    αιτιατική τους απιδόσχημους τις απιδόσχημες τα απιδόσχημα
     κλητική απιδόσχημοι απιδόσχημες απιδόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απιδόσχημος < απίδ(ι) + -ό- + -σχημος

  Επίθετο

επεξεργασία

απιδόσχημος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία