απεντόμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απεντόμωση | οι | απεντομώσεις |
γενική | της | απεντόμωσης* | των | απεντομώσεων |
αιτιατική | την | απεντόμωση | τις | απεντομώσεις |
κλητική | απεντόμωση | απεντομώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεντομώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απεντόμωση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική désinsectisation
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπεντόμωση θηλυκό
- ο έλεγχος του πληθυσμού ανεπιθύμητων εντόμων σε κήπους, σπίτια κλπ. με τη χρήση χημικών ουσιών ή με άλλους μεθόδους
- οικολογική απεντόμωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απεντόμωση
|