απαξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαξία | οι | απαξίες |
γενική | της | απαξίας | — | |
αιτιατική | την | απαξία | τις | απαξίες |
κλητική | απαξία | απαξίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαξία < (ελληνιστική κοινή) ἀπαξία < ἀπό + ἀξία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαξία θηλυκό
- το να μην αξίζει κάποιος ή κάτι, να μην έχει κάποια αξία
- (φιλοσοφία) το να μην έχει κάποιος πνευματικές, ηθικές ή αισθητικές αξίες στη ζωή του
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαξία
|