απανωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανωσιά | οι | απανωσιές |
γενική | της | απανωσιάς | των | απανωσιών |
αιτιατική | την | απανωσιά | τις | απανωσιές |
κλητική | απανωσιά | απανωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pa.noˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐α‐πα‐νω‐σιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπανωσιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απανωσιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απανωσιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ἀπανωσιˬὰ» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»