αξιόχρεο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αξιόχρεο | τα | αξιόχρεα |
γενική | του | αξιόχρεου | των | αξιόχρεων |
αιτιατική | το | αξιόχρεο | τα | αξιόχρεα |
κλητική | αξιόχρεο | αξιόχρεα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααξιόχρεο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξιόχρεο
|