Δείτε επίσης: αξία, άξια, ἀξία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιά οι αξιές
      γενική της αξιάς των αξιών
    αιτιατική την αξιά τις αξιές
     κλητική αξιά αξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιά < άξιος +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αξιά θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) αξία
  2. (ιδιωματικό) αξιάδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία