ανωμεριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανωμεριά | οι | ανωμεριές |
γενική | της | ανωμεριάς | των | ανωμεριών |
αιτιατική | την | ανωμεριά | τις | ανωμεριές |
κλητική | ανωμεριά | ανωμεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανωμεριά θηλυκό
- το επάνω μέρος ή το μέρος που βρίσκεται πιο ψηλά από άλλο
- (συνεκδοχικά) ανηφόρα
- ≈ συνώνυμα: ανωφέρεια
- ≠ αντώνυμα: κατωφέρεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανωμεριά
|