αντισυστημισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντισυστημισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος εναντίον του συστήματος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισυστημισμός
αντισυστημισμός αρσενικό