αντιποιητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιποιητικότητα < αντιποιητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιποιητικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του αντιποιητικού
Πηγές επεξεργασία
- αντιποιητικότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιποιητικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιποιητικότητα