Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπλάγια οι αντιπλάγιες
      γενική της αντιπλάγιας των αντιπλαγίων
    αιτιατική την αντιπλάγια τις αντιπλάγιες
     κλητική αντιπλάγια αντιπλάγιες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπλάγια < αντί + πλάγιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπλάγια θηλυκό

  • (πληροφορική) O χαρακτήρας \ που χρησιμοποιείται κυρίως στην πληροφορική και πολύ σπάνια ως σημείο στίξης. Σε μερικά βιβλία αναφέρεται και ως «ανάστροφη πλάγια γραμμή», ως «ανάστροφη βακτηρία», ή με την αγγλική ονομασία «backslash».

  Μεταφράσεις επεξεργασία