αντιπεριφέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπεριφέρεια < αντι- + περιφέρεια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.pe.ɾiˈfe.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πε‐ρι‐φέ‐ρει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπεριφέρεια θηλυκό
- (πολιτική) το δεύτερο στην ιεραρχία διοικητικό επίπεδο σε μία περιφέρεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπεριφέρεια
|