αντιμιλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμιλιά | οι | αντιμιλιές |
γενική | της | αντιμιλιάς | — | |
αιτιατική | την | αντιμιλιά | τις | αντιμιλιές |
κλητική | αντιμιλιά | αντιμιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιμιλιά < αντιμιλ(ώ} + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιμιλιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αντιμίλημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμιλιά
|