↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεκρηκτικός η αντιεκρηκτική το αντιεκρηκτικό
      γενική του αντιεκρηκτικού της αντιεκρηκτικής του αντιεκρηκτικού
    αιτιατική τον αντιεκρηκτικό την αντιεκρηκτική το αντιεκρηκτικό
     κλητική αντιεκρηκτικέ αντιεκρηκτική αντιεκρηκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεκρηκτικοί οι αντιεκρηκτικές τα αντιεκρηκτικά
      γενική των αντιεκρηκτικών των αντιεκρηκτικών των αντιεκρηκτικών
    αιτιατική τους αντιεκρηκτικούς τις αντιεκρηκτικές τα αντιεκρηκτικά
     κλητική αντιεκρηκτικοί αντιεκρηκτικές αντιεκρηκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιεκρηκτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιεκρηκτικός

αντιεκρηκτικός εξοπλισμός
αντιεκρηκτικός φακός
αντιεκρηκτική προστασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία