αντιεκρηκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιεκρηκτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααντιεκρηκτικός
- αντιεκρηκτικός εξοπλισμός
- αντιεκρηκτικός φακός
- αντιεκρηκτική προστασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιεκρηκτικός
|